μονόκερος

μονόκερος
μονόκερος, -η, -ο και μονοκέρατος, -η, -ο
αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο: Οι ρινόκεροι είναι μονοκέρατα ζώα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Monocerus — This article is about the legendary creature. For the constellation, see Monoceros. The monocerus, Bodleian Library, Ashmole Bestiary, Folio 21r. The monocerus is a legendary animal with only one horn. It derives from the Greek word Μονόκερος, a… …   Wikipedia

  • Monocerus — El monocerus, Biblioteca Bodleiana, Bestiario Ashmole, Folio 21r. El monocerus es un animal con un solo cuerno. Deriva del griego Μονόκερος, una palabra compuesta de μόνος (monos) que significa un y κέρας (género neutro, keras) lo que significa… …   Wikipedia Español

  • δελφιναπτερίδες — (delphinapteridae).Οικογένεια κητωδών θηλαστικών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει κήτη που μοιάζουν πολύ με τα δελφίνια. Έχουν μεγάλο σφαιρικό κεφάλι, δόντια μικρού μεγέθους και στο πάνω σαγόνι τους φυτρώνει ένας δυνατός χαυλιόδοντας, μήκους… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • μονόδους — (monodon monocerus). Θηλαστικό της οικογένειας των δελφιναπτερίδων. Αναφέρεται και ως μ. ο μονόκερος. Το μήκος του θηλυκού φτάνει τα 5 μ. και του αρσενικού τα 6. Το βάρος τους φτάνει πολλές φορές τον ένα τόνο. Το κεφάλι τους είναι στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • οικόσημο — Ο. ονομάζεται τη σήμα ευγενούς οικογένειας, συμβολική παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικείμενου, που υιοθετήθηκε σαν έμβλημα από τα μέλη ενός οίκου ευγενών. Τα ο. εμφανίστηκαν τον 12o αι. και προορίζονταν για να ξεχωρίζουν από τους άλλους… …   Dictionary of Greek

  • ՄԻԵՂՋԵՐԻ — (րւոյ.) NBH 2 0275 Chronological Sequence: 7c, 10c, 12c, 13c գ. ՄԻԵՂՋԵՐՈՒ կամ ՄԻԵՂՋԻՒՐՈՒ ՄԻԵՂՋԵՐՈՒԻ ՄԻԵՂՋԻՒՐ ՄԻԵՂՋԵՐԻ. μονόκερος monoceros, rus, unicornus. Էրէ վայրի կամ գազան, որ զմի եւեթ եղջիւր ունի ʼի ճակատուն, եւ ունի նմանութիւն ինչ եղջերուի …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԻԵՂՋԵՐՈՒ — (ուի, ուաց.) NBH 2 0275 Chronological Sequence: 7c, 10c, 12c, 13c գ. ՄԻԵՂՋԵՐՈՒ կամ ՄԻԵՂՋԻՒՐՈՒ ՄԻԵՂՋԵՐՈՒԻ ՄԻԵՂՋԻՒՐ ՄԻԵՂՋԵՐԻ. μονόκερος monoceros, rus, unicornus. Էրէ վայրի կամ գազան, որ զմի եւեթ եղջիւր ունի ʼի ճակատուն, եւ ունի նմանութիւն ինչ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԻԵՂՋԵՐՈՒԻ — (րուոյ կամ րոյ կամ րու.) NBH 2 0275 Chronological Sequence: 7c, 10c, 12c, 13c գ. ՄԻԵՂՋԵՐՈՒ կամ ՄԻԵՂՋԻՒՐՈՒ ՄԻԵՂՋԵՐՈՒԻ ՄԻԵՂՋԻՒՐ ՄԻԵՂՋԵՐԻ. μονόκερος monoceros, rus, unicornus. Էրէ վայրի կամ գազան, որ զմի եւեթ եղջիւր ունի ʼի ճակատուն, եւ ունի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՄԻԵՂՋԻՒՐ — (րի) NBH 2 0275 Chronological Sequence: 7c, 10c, 12c, 13c գ. ՄԻԵՂՋԵՐՈՒ կամ ՄԻԵՂՋԻՒՐՈՒ ՄԻԵՂՋԵՐՈՒԻ ՄԻԵՂՋԻՒՐ ՄԻԵՂՋԵՐԻ. μονόκερος monoceros, rus, unicornus. Էրէ վայրի կամ գազան, որ զմի եւեթ եղջիւր ունի ʼի ճակատուն, եւ ունի նմանութիւն ինչ եղջերուի,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”